- ἰσχυροτάτης
- ἰσχῡροτάτης , ἰσχυρόςstrongfem gen superl sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek
Καρά αλής — (1778 – 1822). Τούρκος ναύαρχος κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Το 1821 έπλευσε ως αρχηγός ισχυρότατης μοίρας εναντίον των Ελλήνων, αφού προηγουμένως διέταξε τη σφαγή όλων των χριστιανών αξιωματικών του στόλου. Ενίσχυσε τις φρουρές… … Dictionary of Greek